- τελέωσις
- -ώσεως, ἡ, Αβλ. τελείωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τελέωσις — development fem nom sg τελείωσις development fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεώσεις — τελέωσις development fem nom/voc pl (attic epic) τελέωσις development fem nom/acc pl (attic) τελείωσις development fem nom/voc pl (attic epic) τελείωσις development fem nom/acc pl (attic) τελειόω make perfect aor subj act 2nd sg (epic) τελειόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελείωση — η /τελείωσις, ώσεως, ΝΜΑ, και τελέωσις Α [τελειῶ, ώνω] 1. ολοκλήρωση, περάτωση («η τελείωση τού έργου») 2. η επίτευξη τής τελειότητας, το να κάνει τέλειο κάποιος κάτι ή το να γίνει τέλειος ο ίδιος (α. «η τελείωση τού ανθρώπου» β. «αἱ ἀρεταὶ… … Dictionary of Greek
τελεώσεως — τελεώσεω̆ς , τελέωσις development fem gen sg (attic) τελεώσεω̆ς , τελείωσις development fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελέωσι — τελέω fulfil pres subj act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) τελέωσις development fem voc sg τελείωσις development fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελέωσιν — τελέω fulfil pres subj act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) τελέωσις development fem acc sg τελείωσις development fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)